Παρασκευή 20 Ιουλίου 2007

"ΟΙ... ΣΟΥΛΕΣ!!!"


Παραθέτω εδώ το διήγημα που μου έδωσε τον Α΄Έπαινο Σύγχρονης Λογοτεχνίας στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό "Σικελιανά 2005".
Είναι το πρώτο μιάς σειράς 10 διηγημάτων με γενικό τίτλο
"Οι... Σούλες!!!"

ΚΑΤΙΑ
Ψέκαζε τα φυλλώματα του μπέντζαμιν και καμάρωνε τα λουλούδια στις γλάστρες, βολτάροντας στον κήπο της. Είχε ωραία μέρα σήμερα και της άρεσε να ασχολείται με τα λουλούδια της, όταν δεν πήγαινε για ψώνια ή για καφέ με τις φίλες της.
Η αζαλέα, στην πήλινη γλάστρα πάνω στο φερ φορζέ τραπεζάκι του κήπου, είχε μεγαλώσει και ήταν σκέτη απόλαυση να την θαυμάζει.

Οι φίλες της σκάγανε από τη ζήλια τους όταν καθόντουσαν στον κήπο για καφέ και της ζητούσαν να φτιάξει και τα δικά τους λουλούδια, στα μπαλκόνια τους.
Φορούσε την καινούρια της ροζ πυτζαμούλα με τις πεταλουδίτσες και τα δαντελένια φρου φρου στα μπατζάκια, ενώ είχε πιασμένα τα μαλλιά της αλογοουρά με ένα κοκαλάκι που είχε κι αυτό πεταλουδίτσες, για να πηγαίνει ασορτί.

ΤΗΣ ΕΡΧΟΝΤΟΥΣΑΝ βέβαια οι σκέψεις στο μυαλό και θυμόταν τα περιστατικά, που πριν λίγες μέρες είχαν διαδραματιστεί σ΄αυτόν ακριβώς τον κήπο...
Και μετά ... μετά ήρθε η αίτηση διαζυγίου από τον Μάρκο...!!!

Μαλλί με μαλλί είχανε πιαστεί με την Τζέσικα και η αφορμή ήταν... ποίος άλλος; Ο προκομμένος της!
-Μα τι διάολο; Μάγια του είχε κάνει αυτή η βρομιάρα και δεν χόρταινε την παρέα μαζί της; σκεφτόταν...
Όχι ότι ήταν κακό κορίτσι η Τζέσικα βέβαια... αλλά κάτι την ενοχλούσε ρε παιδί μου σ΄αυτήν την κοπέλα, άσχετα αν δεν είχε κατορθώσει να καταλάβει ποτέ το γιατί...

Θυμάται όλα τα περιστατικά από την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους μαζί της...
Είχε περάσει από το σπίτι τους πουλώντας βιβλία...
Και αυτός ο Μάρκος;;; λες και διάβαζε βιβλία και στο χωριό του. Όλη μέρα με τα καψουροτράγουδα την είχε τρελάνει! Βέβαια, θα μου πεις με αυτά τα καψουροτράγουδα την έριξε και αυτά ήταν που την είχαν κάνει καψούρα μαζί του, αλλά... με τα βιβλία τι σχέση είχε ο Μάρκος;;;
Αυτός καλά καλά ούτε να διαβάσει δεν ήξερε. Ξαφνικά του ήρθε η λόξα να γίνει κουλτουριάρης... μωρέ τι μας λες!!!
Αυτή την τσαπερδόνα λιμπιζότανε και γι αυτήν τα έκανε όλα αυτά! Άκου κει! γέμισε την βιβλιοθήκη και κάθε φορά που ερχότανε αυτή –πανάθεμά την- να πάρει τη δόση, την κρατούσε για φαγητό, την καλούσε για καφέ...

-Δεν είναι ανάγκη να μας έρχεστε μόνο όταν πρόκειται να πάρετε τη δόση,
μονολογούσε με δυνατή φωνή, αλλοιώνοντας την φωνή της κοροϊδευτικά, μιμούμενη τάχα τον Μάρκο όταν μίλαγε με την Τζέσικα....
-Να μας ενημερώνετε όταν έχετε κάτι καινούριο....
Και πως απολάμβανε να κουβεντιάζει μαζί της!
Μόνο με την Κάτια δεν ήξερε να κουβεντιάσει. Λίγες ήταν οι φορές που προσπαθούσε αυτή να του πιάσει κουβέντα;;;
-Μαρκούλη μου, πως σου φαίνεται αυτό το καινούριο μανό; του έλεγε, προσπαθώντας να αγοράζει ότι πιο καινούριο κυκλοφορούσε, για να τον κάνει να ενδιαφερθεί λίγο γι αυτήν και να του ανοίξει συζήτηση....
-Πολύ ωραίο είναι κοριτσάρα μου, της απαντούσε ξερά αυτός και μάλιστα πολλές φορές, χωρίς καν να σηκώσει τα μάτια του να δει το χρώμα....
-Ζουζούνε μου, του μιλούσε χαδιάρικα
-πως σου φαίνεται αυτό το μπέιμπι ντόλ; αγοράζοντας ότι καινούριο κυκλοφορούσε στην αγορά, ότι πιο σέξυ και προκλητικό (κατά τη γνώμη της). Προσπαθούσε να του κεντρίσει το ενδιαφέρον και τουλάχιστον να της πει κάποια κουβέντα, αφού για τα άλλα.... κόντευε να ξεχάσει πως γίνονται!

Δεν έφταιγε αυτός όμως... Αυτή έφταιγε! Μονολογούσε από μέσα της.
Δεν άκουγε τη Τζένη που της έλεγε:
-Μωρή άντε βγάλε τα μάτια σου με κανένα τεκνό, που κάθεσαι και παρακαλάς πότε θα σε κουτουπώσει ο Μάρκος....
Ήτανε μία αυτή η Τζένη! Δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Δηλαδή... δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω, για να ακριβολογούμε.
Τον είχε κάνει τάρανδο τον καημένο τον Kώστα. Δεν άφηνε τεκνό για τεκνό στο διάβα της. Ήτανε όμορφη γυναίκα δε λέω, αλλά βρε παιδί μου και λίγο αυτοσυγκράτηση δεν βλάπτει!

-Μωρέ την καλύτερη δουλειά κάνει η Τζένη, όχι θα κάτσει να σκάσει, έλεγε στον εαυτό της, αναλογιζόμενη την δική της κατάσταση...
Α πα πα... δεν μπορούσε αυτή να κάνει τέτοια πράγματα! Μπορεί να την ενοχλούσε που ο Μάρκος δεν την είχε πλησιάσει ερωτικά εδώ και τόσο πολύ καιρό, αλλά περισσότερο την τσάντιζε που δεν μοιραζόταν τα ενδιαφέροντά της.
Και τι δεν είχε κάνει για να του τραβήξει το ενδιαφέρον!
Μέσα σε ένα μήνα είχε αλλάξει 3 φορές χρώμα στα μαλλιά της! Κι αυτός ο ...να μην τον ονομάσει....
-Ζουζουνάκο μου, του είχε πει όταν είχε γίνει ξανθιά,
-πως σου φαίνεται το μαλλί της ζουζουνίτσας σου;;; παίρνοντας το πιο γλυκό και προκλητικό της ύφος... Είχε φορέσει κι αυτό το ροζ μπέιμπι ντολ, με τα κίτρινα φιογκάκια και τις κορδελίτσες στα πλάγια…
Κι αυτός;;; αυτός;;; Τι είχε κάνει αυτός;;;
-Κούκλα είσαι μωρό μου, της είχε πει και ... δεν είχε σηκώσει καλά καλά τα μάτια του από το βιβλίο, να την δει. Όχι να την καμαρώσει, αλλά ούτε καν να την δει!!!

ΤΟ ΒΡΑΔΥ που πήγανε στο κρεβάτι... τον πλησίασε και του τρίφτηκε στο στήθος ναζιάρικα, λέγοντας του πάλι:
-Μαρκουλινάκο μου, αυτό το χρώμα στο μαλλί μου δεν κάνει ωραιότερη αντίθεση με το αρρενωπό σου τρίχωμα;;;
Κι αυτός;;; αυτός;;;
-Ρε μαναράκι μου με συγχωρείς, αλλά κλείνουν τα μάτια μου από τη νύστα, της είχε πει βαριεστημένα...
-δεν μπορώ να τα κρατήσω καν ανοιχτά... καληνύχτα μωρό μου. Της έδωσε ένα φιλί πεταχτά στο μάγουλο και γύρισε πλευρό.
Την άφησε στα κρύα του λουτρού και ... ξεράθηκε στον ύπνο!
Άντε να την πάρει ο ύπνος την Κάτια τώρα. Σηκώθηκε πήγε στο σαλόνι, άνοιξε την τηλεόραση και ... είδε τη διαφήμιση!
--πάρε στη γραμμή τώρα... 090..... και έλα στην παρέα μας... βρες τον άντρα ή την γυναίκα που σου ταιριάζει...

Δειλά – δειλά πληκτρολόγησε το νούμερο και....
-Είμαι ο Σάκης, εσένα πως σε λένε; άκουσε μια μπάσα αντρική φωνή να απαντάει στο ακουστικό...
-Με λένε Στέλλα, του είπε ψέματα. Δεν της έβγαινε να πει το πραγματικό της όνομα σε έναν άγνωστο. Είχε μεγάλη περιέργεια για το τι θα μπορούσε να κουβεντιάσει με κάποιον που δεν τον ξέρει, άσε που είχε και τράκ...
-Τι σου αρέσει να κάνεις Στέλλα; την ρώτησε ο άγνωστος άντρας από την άλλη πλευρά του τηλεφώνου.
-Τι εννοείς; τον ρώτησε γεμάτη αφέλεια η Κάτια.
-μου αρέσουν πολλά πράγματα, αλλά προτιμώ να κάνω βόλτες με την ΒΜW μου, την κάμπριο όταν είμαι μόνη και όταν έχω ωραία παρέα να καθόμαστε δίπλα στη θάλασσα και να πίνουμε τα ουζάκια μας..... πρόσθεσε, κάνοντας λίγο ναζιάρικη τη φωνή της.
-Α ωραία, άκουσε τον Σάκη να της λέει με λαχανιασμένη φωνή
-και μένα μου αρέσουν πολύ αυτά που αναφέρεις.... τι άλλο σου αρέσει Στέλλα;... ξέρεις τον έχω ήδη στη χούφτα μου και είναι κιόλας σκληρός....
Έκλεισε το τηλέφωνο αμέσως σοκαρισμένη....
-Α να χαθείς ανώμαλε, πάτησε το κλείστρο του τηλεφώνου, ενώ έβγαλε μια τσιριχτή φωνή και παράτησε αμέσως το τηλέφωνο πάνω στο τραπεζάκι.
Άκου τι της είπε ο μαλάκας! Αυτή πήρε τηλέφωνο να μιλήσει με κάποιον να ξεχαστεί και ο άλλος... το βιολί του.
-ρε που φτάσαμε, παραμιλούσε....
Τσαντισμένη με αυτό το γεγονός, ξέχασε το φτύσιμο του Μάρκου όμως, έκλεισε την τηλεόραση και πήγε να πέσει στο κρεβάτι. Ο Μάρκος ήταν ήδη βυθισμένος στον ύπνο του δικαίου, αλλά εκείνη γύρισε από την άλλη πλευρά και τραβώντας τα σκεπάσματα κάλυψε το κορμί της και ... κοιμήθηκε και αυτή.
Ξύπνησε κατά το μεσημέρι και πήρε τηλέφωνο την Τζένη να της διηγηθεί το περιστατικό, εκνευρισμένη στην θύμισή του και σοκαρισμένη ακόμα...
-Ακούς τι μου είπε ο ανώμαλος; της λέει στο τέλος, αφού της περιέγραψε τη σκηνή από τη στιγμή που πήρε το νούμερο στο τηλέφωνο.
-Και τι περίμενες να ακούσεις γλυκιά μου; τη ρωτάει η Τζένη, αγουροξυπνημένη κι αυτή.
-Τι ήθελες μωρή να σου πει ο άνθρωπος; Καμιά συνταγή για κοκκινιστό;
-Μα να μη μου πει μια κουβέντα; Να μη γνωριστούμε πρώτα; ρώτησε ρίχνοντας ένα χασμουρητό και η Κάτια...
-Και τι σου ήρθε μωρή χαζοβιόλα να πάρεις τηλέφωνο σ΄αυτές τις γραμμές; την ρώτησε η Τζένη.
-Να σου πω καλή μου, άρχισε να λέει η Κάτια, μαλακώνοντας τον τόνο της φωνής της και ξεχνώντας τελείως το σοκάρισμά της από το τηλεφώνημα ...
-Εχτές το πρωί πήγα στο κομμωτήριο και έκανα ένα μαλλί... Καλά ε;; Έκανα ένα ξανθό πλατινέ, κούκλα φιλενάδα! με καμάρι και αυταρέσκεια συνέχιζε να μιλάει ασταμάτητα, σχεδόν χωρίς να παίρνει ανάσα....
-Μου άλλαξε τα φώτα βέβαια αυτό το ντεκαπάζ... μου κατάκαψε το κρανίο, αλλά ένα μαλλί, ποί-η-μα!!! Ήτανε και η Φροσάρα εκεί, ξέρεις η καρακαηδόνα του 4ου... αυτή μωρέ με την περμανάντ... Τι το κάνει αυτό το περμανάντ ήθελα να ξέρω; αφού σκέτη Σούλα είναι όπως και να έχει το μαλλί της! Λαδώνει κιόλας και ας τα να πάνε! Ρε παιδί μου αυτή η γυναίκα έχει μια περιφέρεια, σαν την πλατεία Συντάγματος... το περμανάντ της έλειπε! Και κάνει και την ψιλή ξέρεις… Ροδάνι έτρεχε η γλώσσα της, σαν πολυβόλο. Και θα συνέχιζε ακόμα το παραλήρημα, αν δεν την έκοβε εκνευρισμένη η Τζένη:
-Και τι σχέση έχει μωρή τζαζεμένη το κομμωτήριο και όλα τα κουτσομπολιά της χρονιάς που ετοιμάζεσαι να μου αναφέρεις, με το 090...;
-Να ο Μάρκος... ξεστόμισε η Κάτια.
-Πάλι αυτός ο Μάρκος; μα είσαι τελείως χαζεμένη φιλενάδα; που κολλάει μωρή τώρα ο Μάρκος με τη δική σου μαλακία να γίνεις ξανθιά και τα κουτσομπολιά του κομμωτηρίου; της λέει εκνευρισμένη η Τζένη, αυξάνοντας τον τόνο της φωνής της.
-Ο Μάρκος μου είπε ότι είμαι κούκλα! είπε αυτάρεσκα και χαδιάρικα με νάζι, η Κάτια.
-Κοίταξε αγάπη μου, επειδή ακόμα δεν έχει ανοίξει καλά καλά το μάτι μου, δεν έρχεσαι από δω να πιούμε κανένα καφέ και να μου τα πεις καλύτερα; της λέει τσαντισμένη η Τζένη συνεχίζοντας,
-Παρά να με τσαντίσεις πρωί πρωί με τις ασυναρτησίες σου;
-Α δε μπορώ αγάπη μου, της απαντάει η Κάτια με στόμφο
-δεν μπορώ να έρθω από κει, γιατί έχω πει την Νάντια να την πάω στη μοδίστρα μου. Θέλει να ράψει κι αυτή ένα φόρεμα σαν κι αυτό που έφτιαξα εγώ τις προάλλες, για την δεξίωση της Μητροπούλου. Ξέρεις... αυτό με τα βολάν στο γιακά... Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κινητό της και λέγοντας στην Τζένη:
-Α να αυτή θα είναι τώρα στο κινητό να δεις! Λοιπόν σε κλείνω φιλενάδα και θα σε πάρω μόλις τελειώσουμε, να τα πούμε. Φιλάκια ζουζούνα μου, και της κλείνει το τηλέφωνο.
Όντως στο άλλο τηλέφωνο ήταν η Νάντια και αφού αντάλλαξαν κάποια από τα κουτσομπολιά του κομμωτηρίου, ετοιμάστηκε να φύγει για τη μοδίστρα, ξεχνώντας τον εκνευρισμό της χτεσινής μέρας.
Το απόγευμα που γύρισε στο σπίτι ο Μάρκος, τότε πρόσεξε –επιτέλους- το μαλλί της και της είπε:
-Α έγινες ξανθιά αγάπη μου; Τι απότομη αλλαγή ήταν αυτή; Με γεια σου.
Τότε επιτέλους το πρόσεξε ο.... άντε να μη τον ονομάσει!

ΟΤΑΝ ΟΜΩΣ ερχόταν στο σπίτι η Τζέσικα, πρόσεχε το κάθε τι πάνω της. Τα καινούρια της ρούχα, την αλλαγή στο μήκος των μαλλιών της... Και της έκανε πάντα κολακευτικά σχόλια! Καθότανε και μιλούσανε χαμηλόφωνα πολλές φορές οι δυο τους
«για να μην την ενοχλούν που μιλούσε στο τηλέφωνο» τάχα....
Η Κάτια δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τις συζητήσεις τους, έπληττε θανάσιμα να κάθεται να τους ακούει να μιλάνε για τον τάδε συγγραφέα ή την δείνα λογοτεχνική σειρά και να αναλύουν τους χαρακτήρες κάποιου έργου. Τι την νοιάζανε αυτήν αυτά;
Έδειχνε διαβασμένη κοπέλα –δε λέω- η Τζέσικα, αλλά ο δικός της ο μπουρτζόβλαχος, πότε έγινε ξαφνικά διαβαστερός;;;
Κάποια φορά δεν κρατήθηκε και τον ρώτησε στα ίσα:
-Δε μου λες Μαρκούλη, με κερατώνεις με την Τζέσικα;
-Τι είναι αυτά που λες μανάρι μου; της είχε πει αυτός.
-Πως σου πέρασε κάτι τέτοιο από το μυαλό;
-Αν δεν με κερατώνεις ΗΔΗ, θέλεις να με κερατώσεις μαζί της; Το σχεδιάζεις; τον ξαναρώτησε αυτή, με τσαχπινιά επιμονή και πονηράδα.
-Τα σκέφτεσαι αυτά ρε κορίτσι μου ή σου ξεφεύγουνε; της είχε πει αυτός δυσανασχετώντας φανερά.
-Τι καινούρια είναι αυτά που μπήκανε μέσα στο κεφάλι σου πάλι; Γιατί; είδες κάτι τέτοιο στην συμπεριφορά μου; Την κοπέλα την εκτιμάω για τις γνώσεις της και την βοήθεια που μου δίνει, να ξεστραβωθώ και εγώ λιγάκι, έστω και τώρα. Ποτέ δεν είναι αργά....
-Γιατί δεν διαλέγεις και συ κάτι ενδιαφέρον, να διευρύνεις λίγο τους ορίζοντές σου, μαθαίνοντας παράλληλα ορισμένα πράγματα; την ξαναρώτησε.
-Ήδη την έχουμε κάνει κυρία αυτήν με τόσα που αγοράζεις εσύ!, του είπε η Κάτια πικρόχολα.
-Δεν χρειάζεται να αρχίσω να αγοράζω και εγώ τώρα... Εξάλλου εμένα το διάβασμα με κάνει και πλήττω... Εγώ προτιμώ περισσότερο τη... δράση. Και μια και την ανέφερα: τι θα γίνει Μαρκούλη μου; θαααα …δράσουμε εμείς καμιά φορά; ή στην απραξία θα την βγάζουμε συνέχεια;;;

Ο Μαρκούλης της όμως, προσπάθησε να το περάσει στο ντούκου, λέγοντας της για το πόσο αγχωμένος είναι αυτήν την περίοδο, κάτι της έλεγε για κάποια προβλήματα που αντιμετώπιζε στην δουλειά του... αλλά, δεν μπορούσε αυτή να τον παρακολουθήσει ιδιαίτερα.

Αμάν πιά αυτοί οι άντρες. Όλο προβλήματα στη δουλειά τους έχουνε.
Είχε καλή δουλειά ο Μάρκος βέβαια και έτσι μπορούσανε να περνάνε αρκετά καλά, δεν τους έλειπε σχεδόν τίποτα.
Και τα ψώνια της όποτε ήθελε τα έκανε και ότι ήθελε το είχε, αλλά ...αμάν πιά βρε παιδί μου, με τα προβλήματα της δουλειάς!

ΕΚΕΙΝΟ το μεσημέρι που ήρθε στο σπίτι η Τζέσικα και ο Μάρκος δεν ήταν εκεί, δεν κρατήθηκε! Ήτανε και στις κακές της γιατί το προηγούμενο βράδυ ο Μάρκος πάλι .... «δεν».... και της ρίχτηκε.
-Άκου να σου πω Τζέσικα, σε αγαπάω σε εκτιμάω, αλλά το να τα ρίχνεις στον άντρα μου πάει πάρα πολύ! της είπε.
Η άλλη προσβάλθηκε...
Άκου εκεί! προσβάλθηκε κιόλας!
Την κοίταξε με ένα υπεροπτικό ύφος λέγοντάς της:
-Σε παρακαλώ Κάτια, για ποια με πέρασες;
Και η Κάτια συνειδητοποίησε, ότι αυτό ήταν που την ενοχλούσε στην Τζέσικα.
Είχε ένα υπεροπτικό ύφος όταν αναφερόταν σ΄αυτήν, ενώ όταν μιλούσε με τον Μάρκο.... Ήτανε γατούλα!
Την κοίταζε με ένα ύφος γεμάτο περιφρόνηση και όταν της μιλούσε, είχε ένα στυλάκι λες και μίλαγε σε καμιά σερβιτόρα.
Τώρα καταλάβαινε η Κάτια, τι ήταν αυτό που την ενοχλούσε πάνω στην Τζέσικα.
-Άκου το πουτανάκι, να με κοιτάξει εμένα λες και είμαι η δούλα της!, της ξέφυγε μεγαλόφωνα...
-Μη μου υψώνεις εμένα τον τόνο της φωνής σου Τζέσικα. Μάτια έχω και βλέπω, της είπε συνεχίζοντας τότε η Κάτια και αυτό έκανε έξω φρενών την Τζέσικα.
-Κάτια δεν σου επιτρέπω! της είχε πει.
Άκου, «δεν σου επιτρέπω…» λες και θα της ζητούσε την άδεια η Κάτια της κουρελούς. Έγινε έξαλλη!
-Μη μου λες εμένα δε σου επιτρέπω, …πουτανάκι! της πέταξε κατάμουτρα.
-Σας ξέρω πολύ καλά όλες εσάς τις γυρολόγες, όταν βάλετε κάποιον στο μάτι... αναψοκοκκινίζοντας και μην μπορώντας να ελέγξει τα νεύρα της τσίριζε πιά.
Η Τζέσικα σηκώθηκε να φύγει:
-Ως εδώ ήταν!!! Δεν πρόκειται να σε ακούσω άλλο, γιατί θα μαλώσουμε! της είπε, έχοντας πάντα αυτό το υπεροπτικό γεμάτο περιφρόνηση ύφος απέναντι στην Κάτια.
-Σε λυπάμαι!!!, συμπλήρωσε η Τζέσικα, καθώς σηκωνόταν να φύγει.
-Με λυπάσαι; Με λυπάσαι; ούρλιαξε η Κάτια,
-Εμένα λυπάσαι μωρή κασιδιάρα; Αντί να λυπάσαι τον εαυτό σου μωρή καριολίτσα, που θα σου δώσω το μαλλί στο χέρι...
-Λυπάσαι εμένα; Εγώ δεν κλέβω τους άντρες παντρεμένων γυναικών μωρή ξετσίπωτη!
Είχε γίνει πιά έξω φρενών. Μην μπορώντας να ελέγξει τον εαυτό της, κινήθηκε προς την Τζέσικα και την βούτηξε απ΄τα μαλλιά.

Η ΟΛΗ ΣΚΗΝΗ διαδραματιζόταν στον κήπο και η φασαρία άρχισε να ακούγεται γύρω, λόγω του ότι η Τζέσικα πειραγμένη από αυτήν την επίθεση της Κάτιας, οργισμένη και φοβισμένη όμως παράλληλα, άρχισε να φωνάζει.
-Βοήθεια... βοήθεια ... είναι τρελή!

Εκείνη την ώρα γύριζε στο σπίτι ο Μάρκος και ακούγοντας τις φωνές τους, έτρεξε κατευθείαν στον κήπο.
Βρήκε τις δύο γυναίκες να μαλώνουν και σαστισμένος μπήκε στη μέση να τις χωρίσει.
-Ακούς το πουτανί, θα μου πει εμένα ότι με λυπάται... ούρλιαζε υστερικά η Κάτια και η Τζέσικα τρομαγμένη αλλά και με κάποια απορία, του έλεγε:
-Με συγχωρείς Μάρκο, αλλά μάλλον θα πρέπει να πάς την γυναίκα σου σε κάποιο γιατρό, γιατί έχει πρόβλημα.
Μάταια προσπαθούσε ο δόλιος να καταλάβει τι είχε συμβεί, ζητώντας και από τις δύο να του εξηγήσουν.
-Μα δε μου λέτε βρε κορίτσια, τι συμβαίνει εδώ; Κάτια τι γίνεται; την ρώταγε, προσπαθώντας να την αγκαλιάσει και να την ηρεμήσει, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να καθησυχάσει και την Τζέσικα.
-Να φύγει... να φύγει!!! Να την πετάξεις έξω με τις κλωτσιές την τσούλα σου, που τόλμησε να μου σηκώσει και την φωνή... συνέχιζε να ουρλιάζει η Κάτια.
-Εγώ δεν πρόκειται να ξανάρθω εδώ, αν και κανονικά πρέπει να της κάνω μήνυση, έλεγε η Τζέσικα, προσπαθώντας να φτιάξει όπως όπως τα μαλλιά και τα ρούχα της.


ΟΥΤΕ ΠΟΥ ΚΑΤΑΛΑΒΕ για πότε ο Μάρκος μάζεψε τα πράγματά του και πήγε να μείνει στο ξενοδοχείο. Ούτε που πρόλαβε να συνειδητοποιήσει πως ήρθε το εξώδικο με την αίτηση διαζυγίου. Και όλα αυτά γιατί;
«Γιατί είχε καψουρευτεί με αυτήν την … «διαβασμένη», τι άλλο;» ξέσπασε σε λυγμούς, ξαπλώνοντας στην πολυθρόνα με το κεφάλι της χωμένο στις παλάμες της.

Βλέπεις η Κάτια αγνοούσε ότι ο Μάρκος σε κάποιες συζητήσεις που είχε με τον φίλο του τον Νίκο (τον δικηγόρο), του είχε εκμυστηρευτεί, ότι δεν αναγνωρίζει εδώ και καιρό στην Κάτια το πρόσωπο που είχε ερωτευτεί πριν μερικά χρόνια. Προσπαθούσε να βρει ποια ήταν τα κοινά σημεία που τους είχαν ενώσει και δεν κατόρθωνε να τα βρει σ΄αυτό το άτομο που είχε δίπλα του, το οποίο μόνο για την εμφάνισή του νοιαζότανε και σε κανένα θέμα ουσίας δεν συμμετείχε.
Του φαινόταν ξένη, χωρίς ενδιαφέροντα και φυσικά αυτή η κατάσταση, τον απομάκρυνε και σεξουαλικά από κοντά της. Όσες φορές προσπάθησε να την νοιώσει ότι του συμπαραστέκεται σε κάποιο πρόβλημα της καθημερινότητάς του, συνάντησε τοίχο και σιγά σιγά βρήκε μέσα στα άψυχα βιβλία (που κάθε άλλο παρά άψυχα ήταν τελικά) ουσιαστικότερη συντροφιά, από αυτήν που του πρόσφερε -η κομψή κατά τ΄άλλα- παρουσία της Κάτιας.

Για την Τζέσικα δεν του είχε μιλήσει ποτέ!
Μόνο για το ότι απογοητευότανε κάθε μέρα και περισσότερο από την έλλειψη επικοινωνίας που είχε με την Κάτια, και το υπαρξιακό του που ολοένα μεγάλωνε, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν αυτό που τους ένωσε και που χάθηκε αυτό το δροσερό και ζωντανό πλάσμα, το οποίο είχε ερωτευτεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: