Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

ΤΑ ΑΓΚΑΘΙΑ




    Ζούσε μια φορά κι έναν καιρό σε μια ωραία χώρα πολύ μακριά από εδώ, ένας χαριτωμένος μικρός σκαντζόχοιρος.  Χαρωπά παρακολουθούσε τη μαμά και τον μπαμπά του που έσκαβαν στα χωράφια για να βρουν τροφή και ακολουθώντας το παράδειγμά τους, μάθαινε να σκάβει και αυτός.

Έβλεπε τους γονείς του να φεύγουν νωρίς το πρωί από το σπίτι και να γυρνάνε αργά το βράδυ πολύ κουρασμένοι και αναρωτιόταν που να περνάνε όλες αυτές τις ώρες μακριά του. Αργότερα έμαθε ότι έπρεπε να δουλεύουν για να πληρώνουν τους φόρους και τις υποχρεώσεις τους στον τόπο που ζούσαν.

Καθώς μεγάλωνε, παρατηρούσε το σώμα του και συνειδητοποιούσε ότι τα αγκάθια με τα οποία ήταν καλυμμένος, τον δυσκόλευαν μερικές φορές και τον απέτρεπαν, από το να χαρεί κάποιες από τις απολαύσεις της ζωής. Δεν είχε την ευκαιρία να νοιώσει την αγκαλιά της μαμάς του, μερικές από τις φορές που ήταν στεναχωρημένος και ήθελε να κουρνιάσει εκεί μέσα. Επίσης παρατηρούσε ότι όταν κάτι τον φόβιζε πολύ ή τον τρόμαζε, αυτομάτως τα αγκάθια που είχε στο κορμί του τεντώνονταν προς τα έξω και έτσι μπορούσε να κουντρουβαλάει πολύ εύκολα σε κάποια κατηφόρα, ή να προστατεύεται από κάποια απειλή. Δηλαδή αυτά τα αγκάθια στο κορμί του είχαν τα κακά τους, είχαν και τα καλά τους όμως. Πήρε την απόφαση να ρωτήσει τον μπαμπά του  γι αυτό.

    - Δεν είχαν πάντοτε αγκάθια οι κάτοικοι σε αυτήν την χώρα παιδί μου, του είπε ο πατέρας του. Πριν από πολλά πολλά χρόνια, τότε που η χώρα μας ήταν πιο φωτεινή και όμορφη από ότι τώρα και που οι κάτοικοι βίωναν αρμονικότερα αναμεταξύ τους, ήμασταν κι εμείς πολύ διαφορετικοί. Εκείνες τις εποχές, οι κάτοικοι αυτής της χώρας ονομαζόταν πολίτες και είχαν δικαιώματα και υποχρεώσεις, ώστε να λειτουργεί αρμονικά η κοινωνία τους. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, διάφοροι άρχοντες κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο και ο καθένας από αυτούς έβγαζε και τους δικούς του νόμους. Συνήθως οι νόμοι που έβγαζε ο κάθε άρχοντας ήταν τέτοιοι, που εξυπηρετούσαν αυτόν (πρώτα απ΄ όλους) και κατόπιν τους στενούς του συγγενείς. Έτσι λοιπόν ο κάθε αρχηγός με τους δικούς του ανθρώπους περνούσανε καλά, αλλά οι υπόλοιποι έχοντας να αντιμετωπίσουν όλο και περισσότερες δυσκολίες, άρχισαν να βγάζουν αγκάθια στο κορμί τους.  Κάθε νέος κυβερνήτης που ερχόταν στην χώρα, δυσκόλευε τα πράγματα περισσότερο για τους κατοίκους της και για να καταφέρουν να επιβιώσουν έπρεπε να είναι καλά προφυλαγμένοι και θωρακισμένοι. Έτσι έγινε η αρχή!!!
Σιγά σιγά με τα χρόνια, όλοι εμείς οι κάτοικοι αυτής της χώρας μεταβληθήκαμε σε ιθαγενείς, φορτωθήκαμε μόνο με υποχρεώσεις και η χώρα μας άλλαξε κι αυτή όνομα. Παλιά θυμάμαι την έλεγαν Φωτόλια και τώρα πια ονομάζεται Λαμογία.

    - Και γιατί οι πολίτες άφηναν μπαμπά τους άρχοντες να τα κάνουν όλα αυτά; Γιατί δεν τους έδιωχναν; ρώτησε τότε ο μικρός.

    - Μα οι ίδιοι οι πολίτες τους τοποθετούσαν σε αυτήν την θέση, για να μην είναι η χώρα ακέφαλη. Μετά, δεν είχαν την ομόνοια που χρειαζόταν για να αλλάξουν αυτό το άτομο και έτσι η κατάσταση ξέφευγε όλο και περισσότερο από τον έλεγχο.


    - Τώρα πια παιδί μου έχουμε όλοι συνηθίσει αυτήν την κατάσταση και δεν ξέρουμε να κάνουμε κάτι άλλο. Ελπίζουμε απλώς, ο λαός μας να καταφέρει κάποτε, να διαλέξει έναν αρχηγό  ο οποίος θα μπορεί, να κάνει τα πράγματα καλύτερα για όλους εμάς. Μέχρι τότε… σκάβουμε και έχουμε τα αγκάθια μας για να μας προστατεύουν.


    Το σκαντζοχοιράκι  κατέβασε το κεφάλι στεναχωρημένο και απογοητευμένο.  Σκεπτόταν πόσο ήθελε να γίνει η χώρα τους πάλι φωτεινή και η ζωή αρμονική για όλους, ώστε να μπορεί να ευχαριστιέται την μαμά και τον μπαμπά του περισσότερο.


ΤΕΛΟΣ (;;;)

Δεν υπάρχουν σχόλια: