Η ιστορία αυτή ξεκίνησε σε ένα ψυχρό, απρόσωπο
δημόσιο τμήμα, γεμάτο ανθρώπους που περίμεναν. Το δωμάτιο ήταν φωτισμένο με
φθορίζοντα φώτα, από αυτά που κάνουν το δέρμα όλων να φαίνεται χλωμό, ενώ ο
χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει. Ο Νίκος, καθόταν σε μια σκληρή πλαστική
καρέκλα. Νέος ακόμα τότε! Στα χέρια του κρατούσε ένα παχύ ντοσιέ γεμάτο χαρτιά:
πιστοποιητικά, αιτήσεις, δικαιολογητικά, όλα τα απαραίτητα για να
"λύσει" την υπόθεσή του. Ή έτσι του είχαν πει τουλάχιστον.
Ο Νίκος είχε κάνει τα πάντα. Είχε συγκεντρώσει τα
χαρτιά, είχε πληρώσει τα παράβολα, είχε υπομείνει τις τεράστιες ουρές και τις
συνεχείς παραπομπές από το ένα γραφείο στο άλλο. Κάθε φορά που ρωτούσε αν
έλειπε κάτι, η απάντηση ήταν θετική — ένα ακόμα χαρτί, μια ακόμα υπογραφή, ένα
ακόμα σφραγισμένο έγγραφο. Τώρα όμως, όλα ήταν έτοιμα. Το μόνο που έμενε, ήταν
να καταθέσει την τελική αίτηση και να κλείσει την υπόθεσή του.
«Περίμενε λίγο ακόμα,» του είπανε.
- Πόσο είναι αυτό το "λίγο ακόμα"; ρώτησε με φωνή
που προσπάθησε να κρατήσει ήρεμη, αλλά προδίδονταν από την αγανάκτηση.
Ο υπάλληλος σήκωσε το βλέμμα του για ένα
δευτερόλεπτο, μόνο για να ξαναστραφεί στην οθόνη του υπολογιστή του. «Δεν ξέρω,
κύριε. Μπορεί να πάρει μέρες, μπορεί εβδομάδες. Αλλά να ξέρετε, το
παρακολουθούμε.» Ανέσυρε άθελά του μια
σκηνή από το παρελθόν, που σε ανάλογη περίπτωση είχε πάρει κλεφτά το μάτι του
στην οθόνη του υπολογιστή του υπαλλήλου, να παίζει πασιέντζα!!!
Κι έτσι ο Νίκος, ακόμα περιμένει!!! Περιμένει
χωρίς να ξέρει αν κάτι κινείται, αν το ζήτημά του εξετάζεται, αν υπάρχει κανένα
χρονοδιάγραμμα. Η αβεβαιότητα τον τρώει μέσα του. Δεν είναι ότι δεν μπορεί να
περιμένει — ο Νίκος έχει περιμένει στο παρελθόν και για σημαντικότερα πράγματα.
Αλλά τότε ήξερε τι περίμενε. Ήξερε ότι το τρένο θα φτάσει σε 10 λεπτά, ότι η
σειρά του θα έρθει σε μισή ώρα, ότι ο γιατρός θα τον δει σε μία ώρα, ότι το
τάδε πιστοποιητικό χρειάζεται επτά μήνες για να βγεί. Η αναμονή είχε έναν
ορίζοντα.
Αυτό, όμως, είναι διαφορετικό. Αυτή η αναμονή δεν
έχει τέλος. Είναι σαν να του λένε να περιμένει για κάτι που μπορεί να μην έρθει
ποτέ. Είναι σαν να του ζητούν να σταθεί στην άκρη του δρόμου και να περιμένει
έναν άγνωστο να περάσει, χωρίς καμία εγγύηση ότι αυτός ο άγνωστος είναι υπαρκτό
πρόσωπο. Ένα παιδί που περιμένει τον Άγιο Βασίλη χωρίς να ξέρει αν τελικά
υπάρχει.
Καθώς οι μέρες έγιναν εβδομάδες, μήνες, χρόνια... η
αγανάκτηση του Νίκου μεγάλωνε. Παρακολουθούσε τον χρόνο του να χάνεται, την
ενέργειά του να εξαντλείται, και κανείς δεν φάνηκε να νοιάζεται. «Μήπως κάτι δεν
καταλαβαίνω εγώ;» αναρρωτήθηκε ουκ ολίγες φορές. Πολλές φορές αμφισβήτησε τον
ίδιο του τον εαυτό, την ικανότητά του επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους.
Αλλά με τόσους άλλους ανθρώπους γύρω του, η επικοινωνία του ήταν μια χαρά. Στην
συγκεκριμένη περίπτωση, κάθε φορά που ρωτάει, λαμβάνει την ίδια απάντηση:
«Περίμενε λίγο ακόμα.» Η φράση αυτή γίνεται ένα κενό σύνθημα. Ή μήπως είναι μια
υπεκφυγή που καλύπτει την ανικανότητα; ή την αδιαφορία του συστήματος;
«Αν τουλάχιστον ήξερα τι περιμένω!» σκέφτεται φανερά
καταβεβλημένος ο Νίκος. «Αν μου έλεγαν ότι πρέπει να περιμένω δέκα μέρες, ένα
μήνα, έστω έναν χρόνο, θα το άντεχα. Θα το υπολόγιζα, θα το αποδεχόμουν. Αλλά
αυτό; Αυτό είναι σαν να με κρατάνε δεμένο σε μια αναμονή χωρίς τέλος.»
Περιμένει να αλλάξει το πληροφοριακό σύστημα, η
κυβέρνηση, το δέρμα του; Γιατί εθνικότητες έχει αλλάξει πολλές στο μεσοδιάστημα.
Έχει γίνει Γερμανός, Κινέζος, Τούρκος.... Και τα μαλλιά του έχουν αλλάξει χρώμα
επίσης. Περιμένει να αλλάξει φορά η κίνηση της γης, να ανατείλει ο ήλιος από τη
δύση; Τι περιμένει τέλος πάντων;
Αυτό το βάρος της αβεβαιότητας, η ανικανότητα να
κινηθεί κανείς μπροστά, η έλλειψη ελέγχου, εξαπλώνεται και επηρρεάζει όλα τα
στάδια της ζωής του. Επηρεάζει την εργασία του, τις σχέσεις του, την υγεία
του!!!
Μια μέρα, εκεί που περίμενε, άκουσε κάποιον άλλον
πολίτη να φωνάζει στον ίδιο υπάλληλο. «Γιατί δεν μας λέτε τι να περιμένουμε;
Γιατί μας αφήνετε στο σκοτάδι;» Ο Νίκος σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε. Οι φωνές
δεν αλλάζουν τίποτα. Ο υπάλληλος παρέμεινε ανέκφραστος, σαν να έχει συνηθίσει
την αγανάκτηση.
«Περίμενε λίγο ακόμα, ίσως λύσουμε το ζήτημά σου
όταν ανακαλύψουμε τον αλγόριθμο που το καθυστερεί».
«Μήπως πρέπει να κάνω την προσευχή μου σε κάποιο
θεό της γραφειοκρατίας;»
Η ιστορία του Νίκου δεν έχει συγκεκριμένο τέλος.
Ίσως το ζήτημά του να λυθεί μια μέρα, ίσως όχι. Αυτό που μένει, όμως, είναι η
αίσθηση του παραλόγου, η εμπειρία της αναμονής χωρίς κατεύθυνση. Και η πικρή
συνειδητοποίηση ότι το «περίμενε λίγο ακόμα» δεν είναι τίποτα περισσότερο από
μια δικαιολογία, μια προτροπή που δεν σέβεται τον χρόνο, την αγωνία και τις
ανάγκες του άλλου.
Ίσως -σκέφτεται κάποιες φορές ο Νίκος- το
μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι η αναμονή, αλλά η έλλειψη ειλικρίνειας. Αντί να
του πουν «περίμενε λίγο ακόμα», θα προτιμούσε να του πουν την αλήθεια, όσο
άβολη κι αν ήταν. Γιατί η αλήθεια μπορεί να σε θυμώσει, αλλά τουλάχιστον σου
δίνει κάτι σταθερό να πατήσεις. Η αβεβαιότητα όμως, σε αφήνει να πνίγεσαι σε
έναν ωκεανό από κενές υποσχέσεις. Η αβεβαιότητα γεννά αγανάκτηση και φθείρει
την εμπιστοσύνη των ανθρώπων.
Η φράση "περίμενε λίγο ακόμα" όταν είναι
κενή νοήματος και χωρίς σαφή προοπτική, είναι εξαιρετικά απογοητευτική και
μπορεί να γίνει πηγή θυμού, αμφισβήτησης και ανυπομονησίας.
Ή όχι;;;