Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Μη βιάζεσαι να κρίνεις.


Μη βιάζεσαι να κρίνεις.
Ο χειρούργος μπήκε βιαστικός στο νοσοκομείο, αφού δέχτηκε κλήση για μια επείγουσα και δύσκολη επέμβαση. Φόρεσε γρήγορα τη ρόμπα του και κατευθύνθηκε προς το χειρουργείο όπου στην αίθουσα αναμονής συνάντησε τον πατέρα του παιδιού που θα χειρουργούσε.

Εκείνος μόλις αντίκρισε το γιατρό του φώναξε με αγωνία:
«Γιατί έκανες τόση ώρα να έρθεις; Είσαι εντελώς ανεύθυνος; Η ζωή του γιου μου κινδυνεύει.»
Ο γιατρός τον κοίταξε στα μάτια και απάντησε:
«Συγνώμη, δεν ήμουν στο νοσοκομείο, αλλά ήρθα όσο μπορούσα πιο γρήγορα, μόλις με κάλεσαν. Και τώρα ηρεμήστε για να κάνω και εγώ τη δουλειά μου».
«Να ηρεμήσω; Αν ήταν ο γιος σου τώρα σ’ εκείνο το δωμάτιο, θα ηρεμούσες; Αν ο γιος σου πέθαινε τώρα, τι θα έκανες;», είπε ο πατέρας οργισμένος.
Ο γιατρός απάντησε :
«Θα επαναλάμβανα, ότι είπε ο Ιώβ στη Βίβλο: Από τη σκόνη ερχόμαστε και στη σκόνη καταλήγουμε· ο Κύριος έδωσε, και ο Κύριος αφαίρεσε· ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου. Πηγαίνετε τώρα να προσευχηθείτε για το γιό σας κι εμείς θα κάνουμε το καλύτερο με τη βοήθεια του Θεού».
«Να δίνεις συμβουλές, όταν δεν σε αφορά κάτι, είναι τόσο εύκολο…», μουρμούρισε ο πατέρας.

Το χειρουργείο κράτησε αρκετές ώρες κι ύστερα πρώτος ο γιατρός βγήκε και ανακοίνωσε στον πατέρα χαρούμενα:

«Δόξα τω Θεώ, ο γιος σας σώθηκε», και χωρίς να περιμένει απάντηση από τον πατέρα, συνέχισε να περπατάει στο διάδρομο.
«Αν έχετε κάποια ερώτηση, ρωτήστε τη νοσοκόμα».
«Μα πως μπορεί να είναι τόσο αλαζόνας; Δεν μπορούσε να περιμένει λίγα λεπτά για να τον ρωτήσω για την κατάσταση του γιου μου;», ρώτησε τη νοσοκόμα ο πατέρας λίγα λεπτά αφού έφυγε ο γιατρός.
Η νοσοκόμα απάντησε με δάκρυα στα μάτια:
«Ο γιος του σκοτώθηκε χτες σε τροχαίο ατύχημα. Ήταν στην κηδεία του όταν τον καλέσαμε για την εγχείρηση, και τώρα που έσωσε τη ζωή του δικού σας γιου, έφυγε τρέχοντας για να επιστρέψει στην κηδεία του παιδιού του»!!

Κάποιες φορές απαιτείται μεγάλη εσωτερική δύναμη για να μην κρίνεις τον συνάνθρωπό σου.  
Επειδή όμως ποτέ δεν γνωρίζεις πραγματικά τι συμβαίνει στη ζωή του άλλου ανθρώπου και τι μπορεί αυτός να περνάει εκείνη τη στιγμή, μη βιάζεσαι ποτέ να κρίνεις. 
Η «σιωπή του νου» είναι ο μοναδικός καθρέπτης που αντανακλά την πραγματικότητα της κατάστασης και η αγάπη το κύριο φίλτρο που πρέπει να χρησιμοποιούμε όταν κρίνουμε τον εαυτό μας και τους άλλους.




Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ


Πέρα από τα Όρια - Beyond Limits® μου φάνηκε να προλογίζει η εισαγωγή από το «Παραμύθι της Ζωής για μεγάλους», που μου έστειλε σε mail ένας αγαπημένος φίλος. Εκεί μου γνωστοποιεί ότι είναι γραμμένο από την Δέσποινα Κληρονόμου και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. 

Διαβάζοντας τον πρόλογό του, αισθάνθηκα ότι θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί την εισαγωγή για την έκθεση, πάνω στην οποία εργάζομαι αυτόν τον καιρό. 


«Αντί Προλόγου»

Τα παραμύθια, άκουσα να μου λένε, είναι για τα παιδιά.
-Και γιατί παρακαλώ; Ποιος το καθορίζει;
-Ο χρόνος, μου απάντησαν, είναι πολύ απλό.
-Μα αφού είμαστε όλοι παιδιά του. Και για κείνον και για μας είμαστε παιδιά.
-Όχι, επέμειναν. Είμαστε παιδιά του, αλλά όχι πια παιδιά. Εκείνος ο ίδιος μας σπρώχνει να μεγαλώσουμε. Όσο είμαστε μικρά μας τρέφει με τα παραμύθια, ύστερα, ο ίδιος μας αναγκάζει ν' αλλάξουμε τροφή, κι έτσι τα παραμύθια δίνουν την θέση τους στα γεγονότα.
-Και ποιο είναι το κριτήριο που θα δείξει αν μεγαλώσαμε;
-Τα χρόνια που μας φορτώνει στην πλάτη μας, το ύψος μας, η αλλαγή στο σώμα μας, στο στήθος μας, στις πλάτες μας, στις καμπύλες μας, το χόντρεμα της φωνής μας, η σκέψη μας, οι ασχολίες μας, η δουλειά μας, η αναζήτηση του συντρόφου μας, τα καθήκοντα και οι ευθύνες μας, τα ίδια τα παιδιά μας. Θέλεις κι άλλα;
-Όχι φτάνει, με ζάλισες. Εννοείς ότι όλοι αυτοί είναι λόγοι που δείχνουν ότι δεν μπορώ να ασχολούμαι πια με τα παραμύθια;
-Αν το θέτεις έτσι, ναι, αυτά είναι το κριτήριο. Όμως εσένα τι σου κόλλησαν τώρα τα παραμύθια, μου λες;
-Θυμάμαι όταν ήμουνα μικρή, τότε που δεν ήξερα καθόλου τι πράμα είναι ο κόσμος που με περιέβαλε. Τότε ακόμα που μου είχε γίνει μανία να ξεγελάσω τη μάνα μου και να βάλω τα δαχτυλάκια μου στις μαύρες τρύπες της πρίζας για να βρω τι κρύβουν μέσα. Τότε που όλα γύρω μου φαίνονταν μαγικά, σαν πολύχρωμα κλειστά κουτάκια που με προκαλούσαν να τ' ανοίξω και να χώσω μέσα τους και τις πέντε μου αισθήσεις που ζητούσαν ικανοποίηση. Τότε που μόλις πρώτο-σταθεροποίησα το βάδισμά μου κι έπαψα να περπατάω μπατάροντας πότε μπροστά σαν τον ταύρο που ρίχνεται με φόρα στον ταυρομάχο και πότε δεξιά ή ζερβά σαν τον μεθυσμένο που παίρνει μαζί του το δρόμο κάθε φορά που παραπατάει. Τότε που ένιωσα για πρώτη φορά σίγουρη ότι μπορούσα να βάζω τους στόχους μου και να τους φθάνω μόνη, με τα δικά μου βήματα, έστω κι αν αυτοί ήταν οι πρίζες, οι βρύσες,  τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της μαμάς μου ή τα γεμάτα ζωγραφιές βιβλία της αδελφής μου. Θυμάμαι λοιπόν ότι το μόνο κλειδί που είχα τότε στη διάθεσή μου για να ξεκλειδώσω αυτόν τον μαγικό κόσμο και να τον κάνω δικό μου, ήταν η περιέργεια. Κι αυτή η περιέργεια μ' έκανε να κινούμαι ακούραστα, και με έκανε και επίμονη μέχρι να την ικανοποιήσω.
Και χαρά! πια που έκανα όταν τα κατάφερνα! 
Μόλις όμως την ικανοποιούσα, τσουπ! ύστερα από λίγο, ξεπεταγόταν και πάλι πεινασμένη και με οδηγούσε σε καινούργιες εξερευνήσεις. Μέχρι που ξεθέωνα τους γύρω μου που χρέος τους ήταν να με προσέχουν.
Κι όταν άρχισε να γίνεται οικείος ο κόσμος γύρω μου, πάει να πει δεν μου ερέθιζε το ίδιο την περιέργειά μου, άρχισα να στρέφω την προσοχή μου σε άλλα πράγματα, που προφανώς υπήρχαν και πριν κοντά μου αλλά δεν είχα ούτε τον χρόνο ούτε και την αντίληψη για να ασχοληθώ μαζί τους.
Ύστερα πάλι, καθώς πέρναγε ο καιρός, κι άρχισε το ρευστό μυαλουδάκι μου να πήζει, και οι σκέψεις μου απέκτησαν μεγαλύτερη διάρκεια, η περιέργειά μου απέκτησε διαστάσεις: μήκος, πλάτος, ύψος, και ζήταγε να ικανοποιηθεί μέσα από δεκάδες ερωτήσεις που άλλοτε αφορούσαν πράγματα που είχαν σχέση μ' αυτές τις διαστάσεις, ήταν σαν να λέμε, η πρώτη, η υποτυπώδης γεωμετρία που ξεδιπλωνόταν μέσα μου, κι άλλοτε με ερωτήσεις που αφορούσαν πιο αφηρημένες έννοιες που είχαν την βάση τους στη φαντασία που ωστόσο είχε αρχίσει κι αυτή να εδραιώνεται μέσα μου.
Κάπως έτσι υποθέτω, μέσα από τις ερωτήσεις μου και  άθελά μου υπέδειξα στους μεγάλους ότι έφτασε η ώρα να μου δείξουν τον ευρύτερο κόσμο που με περιέβαλλε. Και επειδή αυτό έπρεπε να γίνει χωρίς κινδύνους για την σωματική και την ψυχική μου υγεία, διάλεξαν να μου τον γνωρίσουν αρχικά μέσα από τα παραμύθια και αργότερα μέσα από τους μύθους.
Κι ήταν ό μ ο ρ φ η ! εκείνη η εποχή και ξέρεις γιατί; Γιατί πάνω απ' όλα μου ικανοποιούσε την περιέργεια. Κι αυτή με την σειρά της μου πυροδοτούσε την φαντασία που μ' έβαζε  μέσα στο παραμύθι και μ' έκανε να συμμετέχω με  την αγωνία, με  το θυμό, με τη λύπη, με  τα δάκρυα, με τη χαρά και τη λύτρωση! Μ' έκανε να συμμετέχω, καταλαβαίνεις τι πάει να πει αυτό; Συμμετέχω σημαίνει μετέχω, συμβάλλω, μοιράζομαι συνειδητά. Πάει να πει ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΑΙ.

Καθώς ο Τιτάνας Χρόνος πιέζει και σπρώχνει ολοένα τον καιρό μπροστά, πέρασαν και τα δικά μου χρόνια κι έφτασα κι εγώ με το κριτήριο της φωνής μου, του στήθους μου και τις καμπύλες μου, να χτυπώ με αδημονία την πόρτα των μεγάλων.
Κι αυτοί μου την άνοιξαν διάπλατα γιατί έχουνε διαταγή από τον πατέρα Κρόνο, ν' ανοίγουνε την θύρα σ' όποιον τους την χτυπήσει. Και με υποδέχτηκαν με χαμόγελο στον κόσμο τους, δεν μπορώ να πω. Όμως κάτι το παράξενο είχε αυτό τους το χαμόγελο, κάτι που τότε δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Ήταν κι εκείνα τα κρυφογελάκια μεταξύ τους, οι μισοκουβέντες τους και το κούνημα της κεφαλής τους, σαν να μου 'λεγαν: Αχ καημένη μου, τι σε περιμένει!
Μωρέ να δεις, κάτι, κάτι είχε εκείνο το χαμόγελό τους. Κάτι του 'λειπε και προσπαθούσαν να το κρύψουν. Ήταν όπως λένε σήμερα οι πολιτικοί: "συγκρατημένη αισιοδοξία" αντί του "δεν πετύχαμε τίποτα καλύτερο, μην ελπίζετε".
Καλέ, τι πάθανε όλοι αυτοί οι μεγάλοι; Αντί να χαίρονται που δεν έχουν κάποιον πάνω από το κεφάλι τους να τους ορίζει τι θα κάνουν, τώρα που είναι ελεύθεροι, τώρα σκοτεινιάζουν; είπα εγώ τότε. Ομολογώ ότι προς στιγμήν προβληματίστηκα, αλλά μόνο προς στιγμήν, γιατί βιαζόμουν να ζήσω την δική μου ελευθερία.
Δεν θα σου περιγράψω στις λεπτομέρειες τη ζωή μου γιατί είμαι σίγουρη πως λίγο πολύ και συ έζησες τα ίδια. Όμως πάντα μου πίστευα ότι για να είσαι ελεύθερος πρέπει να είσαι και αυτάρκης, αλλιώς, εκείνος που σε βοηθά ή σε συντηρεί  θα έχει  λόγο για το πώς διαθέτεις τη ζωή σου. Έτσι λοιπόν, μ' αυτές τις σκέψεις, βγήκα κι εγώ χαρούμενη στην αρένα της ζωής, βέβαιη ότι θα δαμάσω τον ταύρο σαν άλλος τορεαντόρ και θα στρώσω την ελευθερία και την αυτάρκειά μου σαν πράσινο λιβάδι μπροστά μου. Μάζεψα λοιπόν τις γνώσεις που είχα από το πανεπιστήμιο και με καμάρι γι αυτές, άρχισα να μοιράζω αιτήσεις προσλήψεως σε διάφορες εταιρίες πιστεύοντας ότι θα συνωστίζονταν πίσω μου για το ποια θα προλάβει να με προσλάβει. Κι έγινε πράγματι, ένας συνωστισμός από απαντήσεις, όχι όμως για να με προσλάβουν αλλά για να με πληροφορήσουν ευγενέστατα ότι αφού δεν είχα  πείρα, τους ήμουν αδιάφορη. Πέρασε αρκετός καιρός ψάχνοντας και τα αποθέματα της αισιοδοξίας μου άρχισαν να μειώνονται αισθητά. Μέχρι που κάποιος γνωστός που με συμπαθούσε  κι εμένα και την οικογένειά μου, μίλησε κάπου και με πήραν σαν βοηθό του ανθρώπου που έκανε τις εξωτερικές δουλειές της εταιρίας. Τώρα μη με ρωτήσεις τι τα έκανα τα διπλώματα και τα πτυχία. Τα έχωσα σε ένα συρτάρι όσο γινόταν πιο βαθιά για να μη μου βγάζουν το μάτι κάθε φορά που το άνοιγα. Όσο για την αυτάρκειά μου, την προώθησα για το μέλλον. Κάπου εκεί θα συναντιόμασταν. Εν τω μεταξύ, χτύπησε  την πόρτα της καρδιάς μου ο έρωτας, που μαζί με τα ωραία του κουβαλάει πάντα μαζί του και τα δύσκολά του. Κι άρχισαν οι έννοιες. Ξέρεις τώρα. Με θέλει, δε με θέλει, μου κάνει, δε μου κάνει, μου κάνει. Ε! αφού μου κάνει και του κάνω, να στήσουμε το σπιτικό μας. Πώς όμως; Με τι χρήματα; Ξαναβγαίνουν που λες τα πτυχία από το συρτάρι, και ξανά - βαστάτε ποδαράκια μου. Μόνο που τώρα ήταν κάπως καλύτερα τα πράγματα, μπορούσα κάπως να στηριχτώ στην προηγούμενη πείρα μου, κι από την άλλη, οι όσες αρνητικές απαντήσεις πήρα δεν ήταν και τόσο απογοητευτικές γιατί δεν ήμουνα πρωτάρα πια. Τέλος πάντων, κάτι καλύτερο κατόρθωσα αυτή τη φορά, και σιγά-σιγά, με την βοήθεια των γονιών μου το στήσαμε το καινούργιο νοικοκυριό. Όλα καλά.
Όλα καλά;
Για πόσο να ρωτάς.
Δεν θα σε ζαλίσω με τα διάφορα προβλήματα, θα 'χεις τα δικά σου. Όμως βρε παιδί μου, κάθομαι και σκέφτομαι όταν έκρουα την θύρα για να μπω στον κόσμο των μεγάλων, ήμουνα χαρούμενη, και δεν έβλεπα την ώρα να διαβώ το κατώφλι της ελευθερίας. Πώς τελικά βρέθηκα ελεύθερη από την κηδεμονία των γονιών μου αλλά δεσμευμένη μέσα στις έννοιες και τις υποχρεώσεις;
Θα μου πεις δεν είμαι η μόνη. Το ξέρω. Κι εσύ, κι όλος ο κόσμος τα ίδια περνάει. Και εδώ που τα λέμε, αν το δούμε συγκριτικά το θέμα, δεν έχω δικαίωμα να παραπονιέμαι γιατί ούτε οι έννοιες μου ούτε τα προβλήματά μου ήταν ή είναι ανυπέρβλητα. Τι να πουν άλλοι άνθρωποι; Το ίδιο μου έλεγαν κι οι γύρω μου σα το κουβέντιαζα μαζί τους.
"Μήπως είμαι εγωίστρια;" αναρωτήθηκα, "έχουν δίκιο, υπάρχει πολύ δυστυχία γύρω. Ίσως είμαι αχάριστη, η ζωή μου τα 'φερε δύσκολα, αλλά όχι άσχημα".
Από την άλλη, υπήρχαν μερικοί, που φαίνεται να είχαν τους ίδιους προβληματισμούς μ' εμένα. Τουλάχιστον δεν ένιωθα παλαβή. Αυτοί μου απαντούσαν γελώντας: " Καλώς τηνε στη λέσχη μας, κι ας άργησες", όμως λύση ούτε αυτοί μου έδιναν.
Έτσι, βλέποντας ότι όλοι οι άνθρωποι το είχαν αποδεχτεί λίγο πολύ, αποφάσισα να συμβιβαστώ κι εγώ με τον συγκριτικό βαθμό, τότε κατάλαβα και την αξία της Γραμματικής που πάσχιζαν οι δάσκαλοί μου να μου μάθουν στο σχολειό. Και να σου πω την καθαρή μου αλήθεια, για ένα διάστημα έπιασε. Καταλάγιασε η ανησυχία μου. Σε λίγο καιρό όμως, να την πάλι, πιο φρέσκια και με καινούργιες δυνάμεις. Σαν το στρατό που μοιάζει να υποχωρεί μπροστά στον όγκο του εχθρού, αλλά στην ουσία συγκεντρώνει τις δυνάμεις του, τις ανασυγκροτεί και επιτίθεται δριμύτερος.
Και με την επιστροφή της ανησυχίας μου αποφάσισα τελικά ότι δεν την αντέχω αυτή τη ζωή: φρόντισε γι' αυτό, φρόντισε για κείνο, θυμήσου αυτό, μην ξεχάσεις εκείνο, πρόλαβε ετούτο, τρέχα για το άλλο... και το βράδυ κατάκοπη να σχεδιάζω το τρέξιμο της επομένης.
Όχι, όχι, μη με νομίζεις ανεύθυνη. Δεν είναι ότι δεν θέλω τις ευθύνες, όμως να, αναγκάζομαι, πιέζομαι και τρέχω όλη την ημέρα. Έχω μπλεχτεί στα γρανάζια του προγραμματισμού και της υλοποίησής του. Προσπαθώ να οργανώσω, να βάλω όσο γίνεται περισσότερο τάξη στη ζωή μου. Γυρεύω να ορίζω τις ώρες μου. Χτίζω καλούπια γύρω μου για να αποκλείσω το απρόοπτο. Δεν έχω χρόνο για απρόοπτα πια. Προσπαθώ να μην τους αφήνω περιθώρια, να μην τους αφήνω χώρο να εισβάλουν στη ζωή μου. Θέλω, λέω, να είμαι εγώ η κυρία του χρόνου και του τρόπου μου. Φτιάχνω χαρακώματα και μπαίνω μέσα για να ζήσω, έχοντας πάντα την αγωνία της εχθρικής επίθεσης. Αγωνίζομαι για να κάνω την ζωή μου μια ρουτίνα που θα μου δίνει ασφάλεια. Κι ύστερα από τόσο χτίσιμο, τι περιμένεις; Είμαι κατάκοπη, και η ρουτίνα για την οποία πάσχισα γίνεται ρουτίνα που με πλακώνει.
Μια αλλαγή, βρε αδελφέ! Λίγο χάος! Πλάνταξε η ψυχή μου!.
Πού πήγε η περιέργεια για το άγνωστο που είχα σαν παιδί; Τι έγινε η φαντασία που με ταξίδευε στους άγνωστους κόσμους; Πώς μεταλλάχτηκε το ενδιαφέρον μου σε φόβο για το άγνωστο;
-Ε! Μεγάλωσες πια.
-Και τι μ' αυτό; Μεγαλώνω σημαίνει φοβάμαι τη ζωή; Μεγαλώνω σημαίνει κηρύσσω τον πόλεμο στη ζωή; Θα με φάει ή θα την φάω;
Δεν μ' αρέσει έτσι. Εγώ θέλω να αρμέξω τη ζωή σαν την αίγα Αμάλθεια που έθρεψε με το γάλα της τον Δία, και θέλω κι εκείνη να περιμένει το άρμεγμά μου για να ανακουφιστεί.
Θέλω να συμμετέχω. Να μου δίνει και να της δίνω. Να μοιράζομαι μαζί της.
Θέλω να ενδιαφέρεται για μένα και να ενδιαφέρομαι για κείνη. Θέλω να εν-Δια-φέρομαι! Ένας θεός είμαι κι εγώ μέσα μου και θέλω να με θρέψει μέχρι να αντρειωθώ για να διαφεντέψω την ψυχή μου και τον κόσμο μου.
Γι αυτό σου λέω, αν μείνω εδώ, στον κόσμο των μεγάλων δίχως ενδιαφέρον, χτίζοντας τείχη γύρω μου, η τύχη δεν θα με συναντήσει ποτέ. Ή μάλλον η ευ-τυχία δεν θα με συναντήσει ποτέ γιατί αυτή γεννιέται μέσα στην αλλαγή. Το τέλμα γεννά την δυσ-τυχία, κι αυτή οδηγεί μόνο σε ένα δρόμο, στο στομάχι του Κρόνου που καταπίνει τα παιδιά του. Εγώ όμως, κρύβω ένα Δία μέσα μου που θα δαμάσει τον Τιτάνα κι από Κρόνο φοβερό και τρομερό θα τον μετατρέψει σε Χρόνο που ρέει κελαρύζοντας, σε χρόνο που ξεπλένει τους φόβους και ρίχνει τα τείχη της ψευδοασφάλειας.
Ανάγκη όμως να ξαναβρώ την περιέργειά μου για το άγνωστο, ανάγκη ν' αναζητήσω το παιδί που τολμά μέσα μου.
Ανάγκη λοιπόν να θυμηθώ τα παραμύθια!.»

Άντε νάνι τώρα!